- εξευτέλιση
- [-ις (-εως)] η1) обесценение; 2) унижение, умаление достоинства; втаптывание в грязь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξευτέλιση — η [εξευτελίζω] ο εξευτελισμός … Dictionary of Greek
εξευτέλιση — η ο εξευτελισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξευτελίσῃ — ἐξευτελίζω reduce aor subj mid 2nd sg ἐξευτελίζω reduce aor subj act 3rd sg ἐξευτελίζω reduce fut ind mid 2nd sg ἐξευτελίζω reduce aor subj mid 2nd sg ἐξευτελίζω reduce aor subj act 3rd sg ἐξευτελίζω reduce fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτελισμός — εὐτελισμός, ὁ (ΑΜ) [ευτελίζω] εξευτελισμός, εξευτέλιση, ταπείνωση … Dictionary of Greek